- επισημειώνω
- [επισημειώ, -όω]1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επισημειούμαι — ἐπισημειοῡμαι, όομαι (Α) [σημειούμαι] (νεοελλ. και ενεργ. επισημειώνω*) 1. σημειώνω κάτι επάνω 2. διακρίνω, παρατηρώ 3. επιδοκιμάζω κάτι με επευφημίες και χειροκροτήματα («ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek